επιστρώνω

επιστρώνω
μετ.
1) накрывать, покрывать; застилать, устилать (чём-л.); настилать (что-л.); 2) облицовывать, обшивать; 2) седлать (лошадь)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιστρώνω" в других словарях:

  • επιστρώνω — επιστρώνω, επέστρωσα και επίστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • επιστρώνω — επίστρωσα, επιστρώθηκα, επιστρωμένος, μτβ., στρώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, επικαλύπτω κάτι με κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθοστρώνω — επιστρώνω κάτι με πέτρες («λιθοστρώνουν τον δρόμο μας») …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροστρώνω — επιστρώνω δάπεδο ή τοίχο με μάρμαρο …   Dictionary of Greek

  • παρκετοστρώνω — επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο …   Dictionary of Greek

  • δαπεδώνω — [δάπεδο] εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους …   Dictionary of Greek

  • επίστρωτος — η, ο [επιστρώνω] αυτός που έχει επίστρωμα, ο επιστρωμένος …   Dictionary of Greek

  • επικονιώ — ἐπικονιῶ, άω (Α) επιγρ. επιστρώνω κονίαμα πάνω σε κάτι, επιχρίω με ασβέστη, ασπρίζω …   Dictionary of Greek

  • επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • επιστρωτήρας — ο [επιστρώνω] εργαλείο ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για επίστρωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»